Ό Χίτλερ δεν πίστευε στα αυτιά του. Κάθισε βαριά στην πολυθρόνα του. Στη “φωλιά των αετών” στον πύργο και στρατηγείο του στο Berchtesgaden στα χιονισμένα βουνά των Βαυαρικών Άλπεων. Με το ένα του χέρι χάιδεψε το αγαπημένο του λυκόσκυλο την Μπλόντι.
Το άλλο το έφερε στο μέτωπο του και το έτριψε. Ζήτησε λίγο ουίσκι δίχως παγάκια από τον πιστό του υπηρέτη τον Χάιντς Λίγκε. Ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Ο Υποστράτηγος Karl Heinrich Georg Ferdinand Kreipe, ο οποίος για τη Wehrmacht ήταν ένας ζωντανός θρύλος, ένας αξιωματικός που πολεμούσε από τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και που στον Δεύτερο είχε διακριθεί και παρασημοφορηθεί για τις ικανότητες και το θάρρος του στο Ανατολικό μέτωπο, απήχθη από μια ντουζίνα ντόπιους Κρητικούς και Άγγλους κομάντο. 26 Απριλίου 1944…
Θα μπορούσε εύκολα να πρόκειται για σενάριο κάποιας καλογυρισμένης Χολιγουντιανής ταινίας. Θα μπορούσε κάποιος να ακούσει ή να διαβάσει την ιστορία και να μην πιστέψει λέξη. Θα έλεγε ότι τέτοια πράγματα δεν είναι δυνατόν να συμβούν ούτε στα παραμύθια με καλό τέλος, ούτε καν στις ταινίες του Χόλιγουντ. Και όμως ότι θα διαβάσετε όχι μόνο συνέβη αλλά είναι μια καταγεγραμμένη ιστορικά, πραγματικότητα.
Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε στην Κρήτη, τσάκισε το ηθικό των Γερμανών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο πολεμούσαν εκείνη τη στιγμή, και παράλληλα αναπτέρωσε το φρόνημα των λαών που μάχονταν ενάντια στους Ναζί. Όταν η είδηση, έφτασε μέχρι το Γερμανικό Επιτελείο Στρατού στο Βερολίνο αλλά και στα αυτιά του ιδίου του Χίτλερ, πως ένας μπαρουτοκαπνισμένος Γερμανός ταξίαρχος με ανδραγαθήματα στο Ανατολικό Μέτωπο, ο οποίος λίγες ημέρες πριν, είχε προαχθεί σε υποστράτηγο, απήχθη στην Κρήτη, Μετά από αυτό το γεγονός τίποτε δεν ήταν πλέον αδύνατον.
Το σχέδιο που επεξεργάζονταν οι Άγγλοι μήνες πριν την απαγωγή του Κράιπε, ήταν απλό και συνάμα περίπλοκο. Ένα σχέδιο γεμάτο κινδύνους και με πολύ μικρά ποσοστά επιτυχίας, εάν δεν υπήρχε άψογος συντονισμός κινήσεων. Ο Διοικητής της Κρήτης ο Γερμανός στρατηγός Μύλερ, γνωστός για τα εγκλήματα και τις θηριωδίες του σε βάρος του αδάμαστου κρητικού λαού, έπρεπε να απαχθεί, να μεταφερθεί σε συμμαχικό έδαφος και να πληρώσει για τα εγκλήματα του.
Όμως η τύχη δεν όρισε να είναι ο Μύλερ ο απαχθείς. Μια ξαφνική μετάθεση του και τη θέση του ως διοικητής στο νησί ανέλαβε ο ταξίαρχος Κράιπε. Ο οποίος μάλιστα προήχθη σε υποστράτηγο.
Τα πρόσωπα άλλαξαν όχι όμως και το σχέδιο. Αντί του Μύλερ, ο Κράιπε. Οι Εγγλέζοι έτριβαν τα χέρια τους. Ο Κράιπε ήταν πολύ γνωστός ανώτατος αξιωματικός της Wehrmacht. Το χτύπημα θα έκανε μεγαλύτερο θόρυβο…
Σε καθημερινή βάση, 24 ώρες το 24ωρο από απόσταση ασφαλείας, Άγγλοι κομμάντος ντυμένοι κρητικοί, αλλά και Κρητικοί που παρίσταναν τους βοσκούς παρακολουθούσαν και κατέγραφαν το πρόγραμμα του Διοικητή του νησιού. Από την ώρα που έφευγε από το σπίτι του το πρωί μέχρι την ώρα που επέστρεφε. Που πήγαινε ποιους συναντούσε, πόση ώρα έκανε το αυτοκίνητο του από το σπίτι στο στρατηγείο, ποιος οδηγούσε, που έκοβε ταχύτητα, πόσα αυτοκίνητα συνοδείας υπήρχαν. Οι κρητικοί είχαν γίνει η σκιά του.
Ως κατοικία του στρατηγού Κράιπε είχε επιλεγεί η βίλα ‘Αριάδνη’, απέναντι από τα ερείπια της αρχαίας Κνωσσού, πέντε περίπου χιλιόμετρα από το Ηράκλειο. Η βίλα είχε χτιστεί από τον ίδιο τον Άγγλο αρχαιολόγο Έβανς, που διενήργησε τις ανασκαφές για το ανάκτορο του βασιλιά Μίνωα. Για συμβολικούς λόγους ο Έβανς τότε, είχε χαρίσει στην βίλα το όνομα της κόρης του μυθικού βασιλιά. Στην μικρή κωμόπολη Άνω Αρχάνες, σε απόσταση 17 περίπου χιλιομέτρων από την βίλα, βρισκόταν το στρατηγείο του Κράιπε. Κατά την συνήθειά του, ο στρατηγός πήγαινε καθημερινά στο στρατηγείο του και επέστρεφε σπίτι του λίγο πριν τις 9 το βράδυ.
Οι λύσεις ήταν δύο. Η πρώτη να γίνει η απαγωγή μέσα στη βίλα Αριάδνη το βράδυ όταν ο Κράιπε θα αναπαυόταν και η δεύτερη να γίνει κατά τη διάρκεια που ο Κράιπε θα πήγαινε στο στρατηγείο του, δηλαδή στο δρόμο-εν κινήση. Είχε επιλεγεί μάλιστα και το ιδανικό σημείο. Μια δεξιά στροφή κατηφορική ,σε μια ερημιά της διαδρομής, όπου τα αυτοκίνητα αναγκαστικά έκοβαν ταχύτητα για να μην πέσουν στον γκρεμό. Δεξιά και αριστερά της στροφής υπήρχαν και άδεια αρδευτικά χαντάκια, ιδανικά για να κρυφτούν εκεί οι απαγωγείς. Η πρώτη λύση απορρίφθηκε εξ αρχής. Η Βίλα ήταν περιφραγμένη με τριπλή σειρά ηλεκτροφόρων συρμάτων και φυλασσόταν από μια ολόκληρη διμοιρία, που χρησιμοποιούσε ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά. Τα περίπολα ήταν τόσο πυκνά και οι επισκέψεις διαφόρων ανώτερων αξιωματικών τόσο συχνές, τους οποίους ασφαλώς συνόδευε η δική τους ομάδα φρούρησης, ώστε η παραμικρή κίνηση θα γινόταν άμεσα αντιληπτή.
Εμπνευστής του σχεδίου ήταν ο Βρετανός ταγματάρχης Πάτρικ Φέρμορ. Ένας αξιωματικός που λάτρευε την Κρήτη και οι Κρητικοί τον εμπιστεύονταν. Τον φώναζαν μάλιστα “Πάντυ” ή “Φιλεντεμ”, επειδή αγαπούσε το κρητικό αυτό τραγούδι. Ο Φιλεντέμ λοιπόν ανέλαβε να βρεί και να οργανώσει την ομάδα απαγωγής. Επέλεξε λοιπόν τον Λοχαγό William Stanley Moss, ο οποίος μιλούσε άψογα πολλές γλώσσες και την Γερμανική και ήταν άσσος στην οδήγηση. Είχε εκπαιδευτεί και σαν κομάντο. Επιλέχτηκαν ακόμη οιΜανώλης Πατεράκης, μέλος της τοπικής αντίστασης, που γνώριζε άπταιστα τα μονοπάτια και τα βουνά της Κρήτης, όπως και ο ανθυπολοχαγός Γιώργος Τυράκης από την Σάτα (γνωστός στην περιοχή ως Τυρογιώργης). Και οι δύο αυτοί Κρήτες είχαν εκπαιδευτεί στα σαμποτάζ στην Μέση Ανατολή.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εκπαίδευσης τους στη Μέση ανατολή, ο Πατεράκης είπε στον Φιλεντέμ να πάρει στην ομάδα και κάποιους άλλους κρητικούς που θα βοηθούσαν στην πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Τους Γρηγόρη Χναράκη, Αντώνη Παπαλεωνίδα και Αντώνη Ζωιδάκη –όλοι εκπαιδευμένοι στην Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων (Special Operation Executive -SOE) Καΐρου, στον επιχειρησιακό κλάδο για την Ελλάδα, το Αιγαίο και την Βουλγαρία (Advance Force 133). Μετά το πέρας των προετοιμασιών, ο Φέρμορ μαζί με την αρχική ομάδα στάλθηκε μέσω Βεγγάζης στο Μπρίντεζι της Ιταλίας, ώστε λαμβάνοντας μέρος σε σύντομες καταδρομικές αποστολές να εξασκήσουν τις γνώσεις τους.
Η ομάδα έφτασε στη Κρήτη μια άσχημη νύχτα του χειμώνα του 44 και αμέσως οι αντάρτες του καπετάνιου Ζωγραφάκη, την οδήγησαν σε ασφαλή σπηλιά για να ξεκουραστεί και να ανασυνταχθεί. Στην ομάδα εντάχθηκε και ο εκπαιδευμένος σε σαμποτάζ Μιχάλης Ακουμιανάκης, γνωστός και ως Μίκυ. Την ομάδα που πλέον είχε μεγαλώσει θα βοηθούσαν στην περίπτωση που κάτι στράβωνε και δεχόταν επίθεση από Γερμανούς, οι άνδρες του καπετάνιου Μπαντουβά.
Ο Φιλεντέμ και ο Μος θα παρίσταναν τους Γερμανούς και θα σταματούσαν το opel kapitan του Κράιπε για κάποιο έλεγχο στην συγκεκριμένη στροφή. Το βράδυ πριν την απαγωγή ο Ακουμιανάκης συνάντησε την ομάδα. Μαζί του είχε σε ένα πακέτο 2 στολές στα μέτρα του Φιλεντέμ και του Μος. Του τις είχε παραδώσει ο πατριώτης Δημήτρης Μπαλαφούτης. Τις είχε ράψει ο αδερφός του, γνωστός ράφτης εκείνη την εποχή στο Ηράκλειο. Μάλιστα τα εθνόσημα των πηλικίων και κάποια διακριτικά των στολών τα κέντησε η μοδίστρα Αναστασία Ανδρικάκη, μια θαρραλέα γυναίκα που από νωρίς εντάχθηκε στην αντίσταση και στο ραφείο της είχε εγκατασταθεί το παράνομο Κέντρο Πληροφοριών των ανταρτών της περιοχής.
Στις 9.25 το βράδυ της 26η Απριλίου ο Κράιπε επέστρεφε από το στρατηγείο του. Ήταν ασυνόδευτος . Μόνο εκείνος και ο οδηγός του.
Οι απαγωγείς είχαν ακροβολιστεί στα καθορισμένα σημεία του δρόμου. Ο Φέρμορ με τον Μος, φορώντας στολές δεκανέα της γερμανικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, στάθηκαν στη μέση του δρόμου, υψώνοντας ένα σήμα STOP και ανάβοντας ένα κόκκινο φανάρι, ώστε να υπονοηθεί ότι επρόκειτο για συνηθισμένο έλεγχο ασφαλείας. Πράγματι το αυτοκίνητο ελάττωσε ταχύτητα και σταμάτησε μπροστά από τον ‘έλεγχο’. Ο Φέρμορ ζήτησε σε άψογα γερμανικά την ταυτότητα του στρατηγού και την άδεια κυκλοφορίας. Και πριν καλά καλά προλάβει ο Κράιπε να ξεκουμπώσει την τσέπη του για να επιδείξει το ντοκουμέντο που του ζητήθηκε, διαμαρτυρόμενος που ο δεκανέας δεν γνώριζε τον διοικητή του, ο Φέρμορ κόλλησε το πιστόλι του στο στήθος του Γερμανού, ανακοινώνοντάς του ταυτόχρονα ότι από εκείνη την στιγμή ήταν αιχμάλωτος των Βρετανών.
Η ορντινάντσα και οδηγός του Κράιπε έκανε να αντισταθεί αλλά ένα χτύπημα στο κεφάλι από τα άλλα μέλη της ομάδας που κατέφτασαν τον έριξε αναίσθητο. Με δυσκολία έδεσαν τον Στρατηγό που χτυπιόταν και αντιστεκόταν τον φίμωσαν και τον έριξαν στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Ο Μος πήρε θέση στο τιμόνι του Opel, δίπλα του κάθισε ο Φέρμορ στην θέση του συνοδηγού, ενώ οι Πατεράκης, ο Τυράκης και ο Σαβιολάκης πίσω και ξεκίνησαν όλοι μαζί παίρνοντας τον δρόμο για την Κνωσσό.
Ο Ακουμιανάκης πήγε στο Ηράκλειο και άρχισε να διαδίδει φήμες για την απαγωγή που θα παραπλανούσαν του Γερμανούς και θα έδιναν τον απαραίτητο χρόνο στην ομάδα να διαφύγει. Επίσης, επειδή φοβόντουσαν αντίποινα των Γερμανών σε βάρος ντόπιων κατοίκων, φρόντισαν οι ειδήσεις που θα διέδιναν να μην εμπλέκουν τους Κρήτες, αλλά μόνο ξενόφερτες βρετανικές ομάδες κομάντος.
Κάθε λεπτό που περνούσε η τύχη έπαιζε παιχνίδια στους απαγωγείς. Έτσι μετά από κάποιες στροφές στο δρόμο προς την Κνωσσό, το opel kapitan με τη σημαία του στρατηγού στα φτερά του, αλλά με τους απαγωγείς και τον στρατηγό δεμένο και φιμωμένο μέσα, έπεσε σε μπλόκο. Ο Μος αντέδρασε ψύχραιμα. Μείωσε ταχύτητα και επέτρεψε στους ελεγκτές να παρατηρήσουν την σημαία του στρατηγού στα μπροστινά φτερά, οπότε χαιρέτησαν και τους άφησαν να περάσουν. Αργότερα, ενώ έφτασαν έξω από την βίλα του Κράιπε, ο Μος κόρναρε ώστε να καταλάβουν οι σκοποί ότι δεν θα έμπαιναν μέσα, αλλά θα συνέχιζαν προς το Ηράκλειο.
Εκεί, αναγκασμένοι να διασχίσουν μια από τις κεντρικότερες λεωφόρους της πόλης, πέρασαν μπροστά από τον κινηματογράφο του Παυλικάκη, που μόλις είχε σχολάσει. Παντού περπατούσαν Γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί, αλλά ο Μος διατήρησε την ψυχραιμία του και κόρναρε επανειλημμένως, ώστε να τραβηχτούν στην άκρη. Πράγματι, όσοι έβλεπαν την σημαία του αυτοκινήτου παραμέριζαν και στέκονταν προσοχή, χαιρετώντας στρατιωτικά τον υποτιθέμενο στρατηγό. Ο Φέρμορ νηφάλιος, χωμένος βαθιά στο πηλίκιο του Κράιπε, ανταπέδιδε κλίνοντας αργά το κεφάλι του.
Αλλά στην Χανιόπορτα, την δυτική έξοδο της πόλης, όπου υπήρχαν αποθήκες πυρομαχικών, η φρουρά ήταν και ενισχυμένη και σχολαστική στους ελέγχους της. Μόνο το θράσος των Βρετανών κομάντος ήταν ικανό να τους χαρίσει την σωτηρία, καθώς ο σκοπός πλησίαζε με το φανάρι του προτεταμένο. Τότε ο Φέρμορ, υποδυόμενος τον αγανακτισμένο στρατηγό που τον χασομερούν με τυπικές διαδικασίες, διαμαρτυρήθηκε για την καθυστέρηση και διέταξε τον οδηγό του (τον Μος) να συνεχίσει. Ο Γερμανός σκοπός του φυλακίου απλά παραμέρισε και στάθηκε προσοχή.
Συνολικά το αυτοκίνητο του στρατηγού με τους Άγγλους απαγωγείς και τον ίδιο τον Κράιπε δεμένο και φιμωμένο, πέρασε από 22!!! μπλόκα Γερμανών. Σε όλα οι αξιωματικοί και οι φαντάροι, παραμέρισαν και χαιρέτησαν σε στάση προσοχής και με το χέρι υψωμένο τον “Διοικητή” της Κρήτης. Κάποια στιγμή έφτασαν στον όρμο των Σεισών (σημείο που οι Γερμανοί πίστευαν ότι τα συμμαχικά υποβρύχια άφηναν ή παραλάμβαναν κόσμο και πολεμοφόδια). Εκεί άφησαν το αυτοκίνητο. Προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τα αντίποινα των Γερμανών στον ντόπιο πληθυσμό, άφησαν στο αυτοκίνητο Αγγλικά διακριτικά αλλά και μια επιστολή που έλεγε ότι τον Κράιπε, είχαν απαγάγει Άγγλοι κομάντο αποκλειστικά, δίχως την βοήθεια και ανάμιξη κανενός Κρητικού. Στη συνέχεια με τα πόδια και τον Στρατηγό δεμένο , προχώρησαν προς τα απάτητα βουνά του ορεινού όγκου της Κρήτης.
Το πρωί της 27ης Απριλίου όταν οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν τι είχε συμβεί, ξεκίνησαν να ψάχνουν κάθε σημείο της Μεγαλονήσου.
Κάθε χωριό, πόρτα πόρτα, κάθε σπηλιά, κάθε στάνη. Γερμανικά αποσπάσματα χτένιζαν λυσσασμένα το νησί. Παράλληλα απείλησαν τους αδάμαστους Κρητικούς, ότι δεν θα αφήσουν πέτρα πάνω στην πέτρα, ότι θα ξεκινήσουν μαζικές εκτελέσεις και ότι θα κάψουν τα πάντα εάν δεν βρισκόταν ο στρατηγός.
Η ομάδα των απαγωγέων είχε φτάσει πλέον στον Ψηλορείτη. Κρύφτηκαν σε μια σχεδόν αόρατη ακόμη και από πολύ κοντά, σπηλιά και περίμεναν να νυχτώσει. Τον Ουρανό της Κρήτης έσκιζαν συνεχώς Γερμανικά αεροπλάνα που περιπολούσαν από ψηλά, ενώ στα παράλια περιπολικά σκάφη χτένιζαν κάθε όρμο και κάθε παραλία. Την ίδια στιγμή γερμανικά αποσπάσματα χτένιζαν τα πάντα. Ο αρχικός ενθουσιασμός των απαγωγέων έδωσε τη θέση του στην αγωνία. Βρισκόμαστε στην πιο δύσκολη φάση του εγχειρήματος. Τη φάση της Διαφυγής.
Χωρίς την βοήθεια των κρητικών και στην φάση της απαγωγής αλλά και στη φάση της διαφυγής το σχέδιο θα είχε καταρρεύσει. Από τα Ανώγεια ο καπετάν Μιχάλης Ξυλούρης, είχε τους άνδρες του σε επαγρύπνηση και ενημέρωνε τους απαγωγείς για την κάθε Γερμανική κίνηση. Τους διαμήνυσε να περιμένουν μέχρι να βραδιάσει οπότε θα σταματούσαν τις πτήσεις τα αεροπλάνα και να πάνε να τον συναντήσουν στο κρησφύγετο του, όπως και έγινε.
Το επόμενο πρωινό έπρεπε να ξεκινήσουν για τον όρμο με τον κωδικό Χ25, σημείο όπου θα τους παραλάμβανε συμμαχικό υποβρύχιο. Ο Χ25 είναι ο κολπίσκος στον Άγιο Παύλο, στα νότια του νομού Ρεθύμνου. Όμως οι Γερμανοί συνέχιζαν σαν λαγωνικά να κυνηγούν τη λεία τους. Ο κλοιός έσφιγγε επικίνδυνα. Και ο χρόνος τελείωνε, αφού είχαν αρχίσει ήδη οι συλλήψεις και ο φόβος κάποιος που κάτι ήξερε, να σπάσει ήταν μεγάλος. Έπρεπε να βιαστούν. Θα περπατούσαν βράδυ και θα κρύβονταν το πρωί.
Η ομάδα με οδηγούς τους αντάρτες του καπετάν Πετρακογιώργη, διέσχισαν τον χιονισμένο Ψηλορείτη. Μια απίστευτα δύσκολη πεζοπορία στο πυκνό σκοτάδι μέσα στα χιόνια δίπλα σε γκρεμούς. Η εξάντληση, η κούραση και η πείνα, έκανε σε κάθε βήμα, τα πόδια τους όλο και πιο βαριά. Όταν έφτασαν στις νότιες πλαγιές του Ψηλορείτη η ομάδα του Πετρακογιώργη αποχώρησε.
Στην περιοχή της Φανερωμένης, μπήκαν στην τελευταία φάση του σχεδίου. Ο όρμος Χ25 ήταν μόνο κάποια χιλιόμετρα μακριά. Όμως και οι Γερμανοί είχαν προσδιορίσει που περίπου θα βρισκόταν η ομάδα και είχαν ρίξει όλες τους τις δυνάμεις στο κατόπι τους. Η επιχείρηση έμοιαζε καταδικασμένη.
Βρισκόμαστε ήδη στις 2 Μαΐου. Οι κομάντος ανακάλυψαν ότι ήταν αποκλεισμένοι από παντού. Οι Γερμανοί είχαν στήσει μπλόκα σε όλη την γύρω περιοχή και τα περίπολά τους ‘χτένιζαν’ κυριολεκτικά κάθε σπιθαμή γης. Επιπλέον, το πυροβολικό του εχθρού βομβάρδιζε τις ρεματιές και τα χωριά, ώστε να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα διαφυγής των Βρετανών. Γιατί, παρά τις ενισχυμένες υποψίες για συμμετοχή ντόπιων, οι Γερμανοί πίστευαν ότι μόνο Βρετανοί κομάντος ήταν μπλεγμένοι στην υπόθεση της απαγωγής. Το απόβραδο οι άνδρες του Φέρμορ έβλεπαν με πικρία και πόνο ψυχής τους καπνούς από τις φλόγες που κατέκαιαν τα χωριά Λοχριά, Καμάρες και Μαργαρικάρι. Προσπαθούσαν με αυτό τον τρόπο οι Γερμανοί να εκβιάσουν τους κομάντος σε παράδοση ή να στρέψουν, έστω, τον ντόπιο πληθυσμό εναντίον τους.
Ο αρχηγός του ΕΑΜ της περιοχής Μιχάλης Παττακός, ήρθε σε επαφή με τους αντάρτες και τους έδωσε πυρομαχικά και τρόφιμα. Τους είπε επίσης ότι οι αντάρτες του είναι έτοιμοι να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό για να μπορέσει η ομάδα να διαφύγει. Έτσι και έγινε. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν όταν τα ξημερώματα της 4ης Μαΐου δέχτηκαν επίθεση από τους αντάρτες σε πολλά σημεία. Έπρεπε να ανασυνταχθούν και απέσυραν τα περίπολα τους από τη Φανερωμένη. Η ομάδα των Εγγλέζων ξεγλίστρησε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Στις 4 Μαΐου, βρισκόντουσαν στο χωριό Άη Γιάννης, σχετικά ασφαλείς. Όχι όμως κοντά στον όρμο Χ25 αλλά στον όρμο Χ75 στην περιοχή του Ροδάκινου. Εκεί έστειλαν μήνυμα στο Κάιρο να τους παραλάβει σκάφος. Στον όρμο Χ75 στην Περιστέρα. Η κρυπτογραφημένη απάντηση ήρθε από το στρατηγείο του Καίρου. Τα ξημερώματα της 15ης Μαΐου, ένα σκάφος ML θα τους παραλάμβανε από τον όρμο Χ75. Μετά μαζί με το “πακέτο” θα επιβιβάζονταν σε υποβρύχιο και από εκεί θα πήγαιναν Κάιρο.
Το μεσημέρι της 13ης Μαΐου και ενώ κατευθύνονταν σε συγκεκριμένο σημείο όπου θα διανυκτέρευαν μέχρι το ξημέρωμα του ραντεβού, οι αντάρτες ενημέρωσαν τους Άγγλους ότι μια τεράστια Γερμανική φάλαγγα είναι λίγα χιλιόμετρα πίσω τους στην περιοχή της Αργυρούπολης. Αμέσως οι αντάρτες ακροβολίστηκαν στις ρεματιές και τα περάσματα του βουνού. Την στιγμή που η φάλαγγα πλησίαζε, ο Γρηγόρης Μοράκης, που είχε λάβει θέση αντίθετα από τους απαγωγείς, πέταξε μια χειροβομβίδα ώστε να αποσπάσει την προσοχή των Γερμανών και να μπορέσουν οι απαγωγείς με τον στρατηγό να φύγουν.
Το βράδυ της 15ης, με το πρώτο σκοτάδι άρχισαν να κατεβαίνουν προς την ακτή, από διαφορετικά σημεία ο καθένας, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους προς ταγερμανικά φυλάκια της Πλακιάς και του Φραγκοκάστελλου, αλλά και προς την θάλασσα, όπου περιπολούσαν ακταιωροί του εχθρού. Αυτοί που θα φυγαδεύονταν ξάπλωσαν στην παραλία, ενώ οι άνδρες προκάλυψης έλαβαν θέσεις στα γύρω βράχια με τα όπλα έτοιμα να δράσουν αν χρειαζόταν. Λίγες στιγμές αρότερα ένας φακός από το σημείο των απαγωγέων έκανε σινιάλο στο συμμαχικό σκάφος για την ακριβη τοποθεσία τους και που θα τους παραλάβει…
Το επόμενο βράδυ ο Γερμανός Στρατηγός βρισκόταν αιχμάλωτος των συμμάχων στο Κάιρο. Ο Κράιπε οδηγήθηκε στην Αγγλία και από εκεί στον Καναδά, όπου παρέμεινε έγκλειστος σε στρατόπεδο αιχμαλώτων κοντά στα Βραχώδη Όρη μέχρι το 1947, οπότε απελευθερώθηκε…
Η επιχείρηση, όσο καλά και να είχε σχεδιαστεί δεν θα μπορούσε ποτέ μα ποτέ να πραγματοποιηθεί, εάν δεν συμμετείχαν οι κρητικοί. Εάν οι Κρητικοί δεν εφοδίαζαν την ομάδα με τρόφιμα, εάν δεν την καθοδηγούσαν ανάμεσα σε απάτητα βουνά και στενά περάσματα, εάν δεν πολεμούσαν και εάν δεν μπέρδευαν τους Γερμανούς με τα τεχνάσματα τους, ο στρατηγός Κράιπε θα συνέχιζε να είναι διοικητής της Μεγαλονήσου και ο ίδιος ο Χίτλερ θα απολάμβανε πιο ήρεμος τις ημέρες του στη φωλιά του αετού…
.
Βενιζέλος Λεβεντογιάννης onalert.gr