Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ «ΔΙΚΗΣ» ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ‏



 «Όταν  ξεκινήσαμε  την  Επανάσταση,  ο  κόσμος  μας  έλεγε  
τρελούς». 


Ο Κολοκοτρώνης, τον Σεπτέμβριο του 1833, φυλακίσθηκε  στο Ναύπλιο, 
από τους τότε  διεφθαρμένους "δικαστές", με εντολή ξένων δυνάμεων.
ΗΘΕΛΑΝ ΤΗΝ ΘΑΝΑΤΙΚΗ  ΤΟΥ  ΠΟΙΝΗ.   


Στα  απομνημονεύματά  του  ο  Γέρος  του  Μοριά  γράφει:
« Μ’ έβαλαν 9 μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακα μου.  Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιός ζει, ποιός πεθαίνει, ποιόν άλλον έχουνε φυλακισμένο. 
ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΜΕ  ΕΧΟΥΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ.
Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο ΝΑ ΦΤΙΑΞΟΥΝ ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ».



Κλέφτικο τραγούδι:
«Μέρα και νύχτα καταγής,
στον τοίχο ακουμπισμένος
εσάπη το κορμάκι μου,
δεξιά μεριά στην πλάτη.
Πανάθεμά σε, ΑΝΑΚΡΙΤΗ,
και συ,  ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
που δε δικάζεις ξάμηνο,
παρά δικάζεις χρόνους».



Ο  ΠΡΩΤΟΣ  ΠΡΟΕΔΡΟΣ  ΤΟΥ  ΑΡΕΙΟΥ  ΠΑΓΟΥ
Ο  Ηπειρώτης  Νομικός,  καταγόμενος  από  το ορεινό  χωριό  της  βόρειας  
Πίνδου  ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑ  ΖΑΓΟΡΙΟΥ,  μερικά  χιλιόμετρα  δυτικά  του  Μετσόβου,  δικηγόρος  υπεράσπισής του  ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ  ΚΛΩΝΑΡΗΣ  (1788-1849),  
ο  οποίος  το  1835  έγινε  ο  ΠΡΩΤΟΣ  ΠΡΟΕΔΡΟΣ  ΤΟΥ  ΑΡΕΙΟΥ  ΠΑΓΟΥ  και  ΤΙΜΙΟΣ  υπουργός  της  Δικαιοσύνης,  (δεν  υπάρχουν  σήμερα  τέτοιοι  δικαστές,   καμιά  σχέση  με  τους  σημερινούς)  είπε στην αγόρευσή του: 
« Ως  πότε κύριοι δικαστές θα συνεχίζεται αυτή η βάρβαρη σπίλωση;
Ως πότε ο ανελέητος διωγμός ενάντια σ’ εκείνους που λευτέρωσαν, δόξασαν και εξακολουθούν  να λαμπρύνουν την  Ελλάδα;
Ως  πότε  ΟΙ  ΞΕΝΕΣ  ΡΑΔΙΟΥΡΓΙΕΣ  θα  μαστίζουν  τούτο  τον  τόπο;
Ως  πότε ΣΥΝΩΜΟΤΕΣ  ΚΑΙ  ΜΙΣΕΛΛΗΝΕΣ  θα  κηλιδώνουν  τη  χώρα  μας;»
Η  ΣΚΕΥΩΡΙΑ  ΠΡΙΝ  ΤΗΝ  «ΔΙΚΗ».
Η  ιστορική δίκη  ξεκίνησε  στις  16 Απριλίου του 1834  στο Ναύπλιο, την πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε Ελληνικού Κράτους.
Η τότε εβραιοτρόικα, εκτός από τους Πολυζωΐδη και Τερτσέτη, είχε διορίσει άλλους τρεις «δικαστές», που ήθελαν, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, να στείλουν το Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα στην αγχόνη.  Ο ένας ήταν παντρεμένος με την αδελφή του τότε  υπουργού δικαιοσύνης, ο άλλος είχε πάρει παραμονές της δίκης μετάθεση από την Χαλκίδα στο Ναύπλιο και ο τρίτος ήταν κάποιος γραφέας που καθ' υπέρβαση κάθε ιεραρχίας και νομιμότητας διορίστηκε δικαστής.                              
Πριν από την έναρξη της δίκης ο εισαγγελέας  Μάσον είχε καλέσει στο σπίτι του και τα πέντε μέλη του δικαστηρίου και αφού τους παρουσίασε όσα στοιχεία είχε συγκεντρώσει, τους ρώτησε αν τα έβρισκαν αρκετά για να καταδικάσουν τους δυο στρατηγούς.
 Ο Πολυζωίδης εξεγέρθηκε και δήλωσε αμέσως: «Θάπτω εις τους κρυψώνας της σιωπής την αντάμωσίν μας εδώ, το διατί και το πώς. Αν είναι ανάγκη να προείπομεν τι, προλέγω ότι, αν οι στρατιωτικοί Έλληνες είναι αθώοι, έχομεν τιμιότητα να τους αθωώσωμεν, αν ένοχοι, αγάπην Πατρίδος να τους καταδικάσομεν εις δεσμά, εις θάνατον».
Προσπάθησαν επίσης να εξαγοράσουν και τον Τερτσέτη ενώ η δίκη διαρκούσε ακόμη.
Ήταν ξεκάθαρο ότι εκτός από τον Τερτσέτη και τον Πολυζωίδη, οι άλλοι τρεις δικαστές ήταν αποφασισμένοι να καταδικάσουν σε θάνατο τους στρατηγούς.
Στην αίθουσα της διάσκεψης του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν, σκηνές συγκλονιστικές. Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με επιχειρήματα προσπαθούν να προκαταλάβουν τους τρεις «καταδικαστικούς» δικαστές.



Ποιες ήταν οι κατηγορίες της αισχρής σκευωρίας;
1. Οι κατηγορούμενοι ήταν αρχηγοί συνωμοσίας που απέβλεπε να προσβάλει την ασφάλεια του κράτους και να καταργήσει το πολίτευμα.
2. Για την παράλυση της εξουσίας παρακίνησαν διάφορους αρχιληστές σε ληστεία.
3. Ενήργησαν μυστικές συνεδριάσεις για την ανατροπή των μελών της αντιβασιλείας.
4. Υπέγραψαν αναφορά προς ξένη δύναμη (Ρωσία) για την κατάργηση της αντιβασιλείας.
Όσον  αφορά  στις  αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, Π. Βαλσαμάκη (συνήγορος του Κολοκοτρώνη) και Χ. Κλωνάρη (συνήγορος του Πλαπούτα) «μυστηριωδώς» ένα σημαντικό μέρος των σελίδων των πρακτικών της συνεδρίασης, που αφορούν τις αγορεύσεις αυτές, έχουν…εξαφανιστεί.
Ο Κλωνάρης ολοκλήρωσε το αποδεικτικό έργο, για να καταλήξει με ένα πανηγυρικό εγκώμιο των μεγάλων εθνικών υπηρεσιών που είχαν προσφέρει ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας. Και όταν μέσα στο τούρκικο τζαμί αντήχησαν τα ονόματα των ιστορικών τοποθεσιών όπου άπειρες φορές είχαν προμαχήσει οι σημερινοί κατηγορούμενοι επί «εσχάτη προδοσία», οι παρευρισκόμενοι συμπολεμιστές τους άφησαν ελεύθερα τα δάκρυά τους, πνίγοντας αδιάκοπα τους λυγμούς που τάραζαν τα  στήθη τους.



Με τέτοια αποδεικτικά, ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται εις θάνατον
Επιφανής λόγιος ο Τερτσέτης, προσπάθησε με μια δραματική έξαρση, να συγκινήσει τους τρεις παραδικαστικούς. «Ναι» παραδέχτηκε αργότερα, «έκλαυσα ενώπιον των τριών, θέλοντας να βοηθήσω τα δικαιώματα δυο υπηκόων της Βασιλείας. Μου έκαιε την καρδιά η μοίρα πολλών άλλων Ελλήνων, τους οποίους ανακροάστους σχεδόν συναποφασίζαμεν με την καταδίκην των δυο Πελοποννησίων (στρατηγών). Ναι! Σχεδόν εγονάτισα, φιλώντας τα χέρια των τριών!».
Τα αντρικά δάκρυα του Τερτσέτη δεν επηρέασαν τους «μιλημένους» δικαστές.
Ακόμα και όταν ο Τερτσέτης τους φώναξε,
«με τέτοια αποδεικτικά, ούτε δυο γάτοι δεν καταδικάζονται εις θάνατον!»,
 αυτοί παρέμειναν αμετακίνητοι στις εντολές που είχαν λάβει.
Τώρα ο Πολυζωίδης, αποφασίζει να δώσει την ύστατη μάχη του. Με ιερή αγανάκτηση δηλώνει στους τρεις καταδικαστικούς: «Θεωρώ την απόφασίν σας εντελώς άδικον. Δεν στηρίζεται εις τας δημοσίως διαξαχθείσας αποδείξεις, αλλά επί ψευδεστάτης βάσεως. Είναι αντίθετος της κοινής γνώμης, κρίσεως και πεποιθήσεως. Και αποτελεί προσβολήν και αυτού του ιερού ονόματος της αληθείας».
Οι τρεις, ατάραχοι, τον καλούν να υπογράψει πρώτος την απόφαση και προσπαθούν να πείσουν τον Τερτσέτη να υπογράψει, και τον απειλούν ότι «τυχόν άρνησίς του αποτελεί τουλάχιστον πράξιν τιμωρουμένην υπό του νόμου». Ο Τερτσέτης απαντά: «Ποτέ! Όποιαι και αν είναι αι συνέπειαι, δεν θα γίνω συνεργός δικαστικού εγκλήματος».
ΔΙΑΛΟΓΟΣ  ΤΟΥ  ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΥ  ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ  ΣΧΙΝΑ ΜΕ  ΤΟΝ  ΜΑΚΕΔΟΝΑ  ΔΙΚΑΣΤΗ  ΠΟΛΥΖΩΪΔΗ
ΟΙ  ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ  ΔΕΡΝΟΥΝ  ΤΟΝ  ΠΡΟΕΔΡΟ  ΤΟΥ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Αναλαμβάνει δράση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Σχινάς όπου σε έντονο ύφος καλεί τον Πολυζωίδη να υπογράψει την απόφαση. Εκείνος αρνείται και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
–          Σας διατάσσω να την υπογράψετε.
–          Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν την υπογράφω!
–          Εσείς τουλάχιστον, Τερτσέτη, θα υπογράψετε, ναι ή όχι;
–          Όχι! Δεν θα με έχετε συνεργόν στον φόνον δυο ανθρώπων.
Ο Σχινάς απευθύνεται στον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη λέγοντας: «Δεν το θεωρώ σπουδαίον ότι δεν υπογράφετε. Τούτο ίσως είναι δικαίωμά σας. Σας διατάσσω όμως, εν ονόματι του νόμου, να αναλάβετε τας έδρας σας εις την αίθουσαν συνεδριάσεων δια να απαγγελθεί αμέσως η απόφασις».
Οι άλλοι δικαστές τρέχουν να συμμορφωθούν. Ο Μάσον σπεύδει να καθίσει στον εισαγγελικό του θώκο. Αλλά ο Πολυζωίδης μένει «βιδωμένος» στην καρέκλα του, ενώ ο Τερτσέτης κοιτάζει από το παράθυρο το πλήθος που συνωστίζεται στην πλατεία. Ο υπουργός με παθιασμένη αυταρχικότητα φωνάζει: «Ε, και η υπομονή έχει τα όριά της. Κλητήρες πιάστε τους και φέρτε τους στις έδρες!». Οι χωροφύλακες ορμούν, αρπάζουν τον Πρόεδρο του δικαστηρίου. Εκείνος αμύνεται, κρατιέται από το τραπέζι, από τις καρέκλες, από τις πόρτες φωνάζοντας «σεβαστείτε την ατομική μου ελευθερία». Οι χωροφύλακες, παρουσία του υπουργού, τον βλασφημούν, τον χτυπούν, τον σπρώχνουν, του σκίζουν τα ρούχα και δια της βίας τον φέρνουν στο κάθισμα της προεδρίας. Τον Τερτσέτη τον άρπαξαν τέσσερις χωροφύλακες και τον έφεραν στην έδρα. Ο Τερτσέτης φώναζε: «Το σώμα μου μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέλετε. Τον στοχασμό μου όμως και την συνείδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε!». Η σκηνή είναι ασύλληπτη, εφιαλτική.
Ο υπουργός διατάζει το γραμματέα να διαβάσει την απόφαση, επειδή ο Πολυζωίδης, ως πρόεδρος, δεν ήθελε να διαβάσει την απόφαση που δεν είχε υπογράψει. Καθώς ανακοινώνεται η απόφαση, ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι και κλείνει τα μάτια, με τα χέρια του. Σ’ αυτή τη στάση, οδύνης και ντροπής για όσα γίνονταν, θα μείνει ως το τέλος.
Όσο διαρκούσε η ανάγνωση της απόφασης, ο Κολοκοτρώνης διατηρεί την ψυχραιμία του παίζοντας απαλά τις χάντρες του κομπολογιού του. Δε δείχνει ιδιαίτερη συγκίνηση ούτε όταν ακούει την τρομερή φράση, «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Έκανε μόνο το σταυρό του και είπε: «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Ύστερα πήρε από την ταμπακιέρα του μια πρέζα ταμπάκο, τον ρούφηξε και πρόσφερε σε όσους τον είχαν περιτριγυρίσει. Στους δικηγόρους του είπε με σταθερή φωνή: «Αντίκρυσα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε τώρα τον φοβούμαι». Σε έναν οπαδό του που του φώναξε συγκινημένος: «Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», αποκρίθηκε με πικρή θυμοσοφία: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια».
Ο Πλαπούτας είχε αντίθετα ταραχτεί και δάκρυα έπεφταν από τα μάτια του. Συλλογιζόταν την ορφάνια των παιδιών του, επτά κοριτσιών και ενός γιου ανήλικου. Ο Κολοκοτρώνης με συμπόνια, τον κοίταξε και του είπε: «Εγώ δε λυπάμαι για τον εαυτό μου, μα γι’ αυτόν που έχει εφτά κόρες». Καθώς ο Πλαπούτας βούρκωσε στα λόγια αυτά, ο Γέρος τον αποπήρε: «Βρε συ, δε ντρέπεσαι; Εσύ δε φοβήθηκες τους Τούρκους και τώρα κλαις;
Κουράγιο ξάδερφε! Τ’ όνειρό μας ήταν να λευτερώσουμε την πατρίδα.
Μη λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάσουν».
Ο Κολοκοτρώνης, τελικά, έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του  Όθωνα το 1835. Οι συνθήκες διαβίωσης των δυο στρατηγών στους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Ιτς Καλέ, αλλά και τους άλλους έντεκα μήνες που έμειναν φυλακισμένοι στο Παλαμήδι, θα ταίριαζαν μόνο σε κακούργους. Εκεί μάλιστα ο Κολοκοτρώνης αρρώστησε βαριά και χωρίς καμία περίθαλψη  κινδύνεψε να πεθάνει.

ΟΙ  ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ  «ΔΙΚΑΖΟΥΝ»  
ΤΟΥΣ  ΕΝΤΙΜΟΥΣ  ΔΙΚΑΣΤΕΣ
Ο υπουργός Σχινάς και ο Μάσον παρέπεμψαν σε δίκη τους έντιμους δικαστές Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη, επειδή είχαν αρνηθεί να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη των δυο στρατηγών.
Η νέα δίκη έγινε στο ίδιο τζαμί του Ναυπλίου, «ενώπιον του Εγκληματικού Δικαστηρίου», στις 27 Σεπτεμβρίου 1834. Επίτροπος πάλι ο Μάσον. Αυτή τη φορά όμως είχε να αντιμετωπίσει δυο κατηγορούμενους οι οποίοι ήταν κάτοχοι και της δικαστικής επιστήμης και της τέχνης του λόγου. Οι απολογίες τους αποτέλεσαν δεινό κατηγορητήριο κατά του Μάσσον και κάποια στιγμή ο Τερτσέτης του φώναξε από το εδώλιό του: «Ποιος είσαι εσύ, Επίτροπε ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνον δια την τιμήν και την ζωήν των υπηκόων; Ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας»; Και στον ίδιο μαχητικό τόνο ο δικαζόμενος δικαστής διακήρυξε ότι δεν είχαν υπογράψει τη θανατική καταδίκη Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, διότι εκτός από το νόμο τους εμπόδιζε και ένα άλλο αίτιο κατά πολύ ανώτερο: «Ο Εθνισμός μας!… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευθέντων εις τον αγώνα. Και δεν ήταν θέλημα Θεού ημείς, εις την 26 Μαΐου, να φθάσομεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού. Το έργον εκείνης της ημέρας ήταν το νομιμότατον σχόλιον της επαναστάσεως και η ωραιότατη ημέρα της βασιλείας. Τι ήταν η επανάστασίς μας; Ήταν άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμό, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήταν η υπογραφή μας;»…
Από το εδώλιό του ο Τερτσέτης με την απολογία του έδωσε υψηλό δίδαγμα προς εκείνους που καυχιόνταν ότι είχαν έλθει να μας φέρουν τον ανώτερο πολιτισμό τους και αντ’ αυτού μας έδιναν αναίσχυντα μαθήματα βιασμού της δικαιοσύνης. Η μαχητική αυτή απολογία ή μάλλον το αντικατηγορώ του Τερτσέτη, καθώς και του Πολυζωίδη, επηρέασε αποφασιστικά το δικαστήριο που στάθηκε κι αυτό στο ύψος της αποστολής του και αθώωσε πανηγυρικά τους δυο κατηγορούμενους.
Το ακροατήριο ζητοκραύγασε την απόφασή τους. Έπειτα ακολούθησαν σκηνές λαϊκού ενθουσιασμού με δάκρυα χαράς και πανηγυρικά επιφωνήματα. Σήκωσαν στους ώμους τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη και περιέφεραν στη μεγάλη πλατεία του Ναυπλίου. Τους αποκαλούσαν: «νέους Αριστείδες» και η λαϊκή κρίση τους ύψωσε, «κοινή βοή», στη θέση των εθνικών ειδώλων.

Ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ  ΔΙΚΑΣΤΗΣ  ΠΟΛΥΖΩΪΔΗΣ
Πρόεδρος του πενταμελούς δικαστηρίου ήταν  ο  ΜΑΚΕΔΩΝ Αναστάσιος  
Πολυζωΐδης, από το Μελένικο Σερρών, που  είχε πολεμήσει σκληρά εναντίον των τούρκων πολιορκητών του Μεσολόγγιου.
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης (20 Φεβρουαρίου 1802 - 7 Ιουλίου1873) ήταν Έλληνας πολιτικός, δημοσιογράφος, συγγραφέας και δικαστικός. Είχε εκλεγεί πληρεξούσιος και είχε πάρει θέσεις υπουργού Παιδείας, νομάρχη, μέλους του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικράτειας στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.
Γεννήθηκε στο Μελένικο της βορειονατολικής Μακεδονίας (που σήμερα   
είναι σκλαβωμένο  χωριό στους  Βουλγάρους). Ο πατέρας του Χρήστος ήταν Σερραίοςπου είχε εγκατασταθεί από μικρός στο Μελένικο, μαζί με τον αδελφό του Λεόντιο. Η μητέρα του ήταν Μελενικιώτισσα. Ο θείος του Αναστάσιου, Λέοντιος υπήρξε μητροπολίτης Μελενίκου (1769 - 1796) και μετέπειτα μητροπολίτης Καισαρείας. Ο Αναστάσιος έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο Μελένικο. Σε ηλικία 14 ετών στάλθηκε από τον πατέρα του στις Σέρρες υπό την φροντίδα των εκεί συγγενών του, προκειμένου να φοιτήσει στην Σχολή των Σερρών, όπου την εποχή εκείνη ήταν Σχολάρχης οΕδεσσαίος λόγιος Μηνάς Μηνωίδης Σε ηλικία 16 ετών πέθανε ο πατέρας του και με τη βοήθεια οικογενειακών φίλων στάλθηκε για σπουδές (νομικά, ιστορία και κοινωνικές επιστήμες) στη Βιέννη, το 1817. Το 1821 βρέθηκε στο Βερολίνο, όπου εγγράφηκε στο εκεί πανεπιστήμιο προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του. Με την έκρηξη της επανάστασης διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στην Ελλάδα. Μετά από περιπέτεια βρέθηκε στην Τεργέστη απ' όπου μαζί με Ευρωπαίους Φιλέλληνες πέρασε στο Μεσολόγγι. Στο Μεσολόγγι συνεργάστηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ασπάστηκε τις πολιτικές του αντιλήψεις και έγινε γραμματέας του εκτελεστικού. Αναφέρεται ότι έλαβε μέρος στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (αν και αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τα Πρακτικά). Ήταν ο κύριος συντάκτης (συμμετείχε και οΑλέξανδρος Μαυροκορδάτος) της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος, η οποία συμπεριλήφθηκε αυτούσια στο Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, που ήταν και το πρώτο σύνταγμα της πολιτείας.
Επιστολή του της 3ης Σεπτεμβρίου 1824 βρίσκεται στο αρχείο του Σπυρίδωνος Τρικούπη.  Το 1827 εκλέγεται πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αναχωρεί για το Παρίσι με σκοπό την ολοκλήρωση των σπουδών του.
Επιστρέφοντας από τη Γαλλία, ο Πολυζωίδης πολέμησε την διακυβέρνηση τουΚαποδίστρια εκδίδοντας στην Ύδρα την εφημερίδα «Απόλλων» η οποία και διώχθηκε. Η αρθρογραφία του ήταν πάντα ορμητική και μεστή επιχειρημάτων. Το 1832 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία πρόεδρος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους ΚολοκοτρώνηΠλαπούτα κ.ά. Ο Πολυζωίδης τότε μαζί με τον Γεώργιο Τερτσέτη, γνωρίζοντας πολύ καλά την αθωότητα των κατηγορουμένων, αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Η κίνησή του προκάλεσε τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίησή του από την Αντιβασιλεία. Αναμφίβολα η άρνησή του να αποδεχτεί την κρατική παρέμβαση στα της δικαιοσύνης ήταν ενδεικτική της ακεραιότητας του χαρακτήρα του.
Με την ενηλικίωση του Όθωνα αποκαταστάθηκε και διορίστηκε αντιπρόεδρος τουΑρείου Πάγου και σύμβουλος επικρατείας. Το 1837 διορίστηκε υπουργός Παιδείας και Εσωτερικών. Ως υπουργός Παιδείας συνέβαλε καταλυτικά στη θεμελίωση του Εθνικού Πανεπιστημίου, ενώ από τη θέση του υπουργού Εσωτερικών αγωνίστηκε για την ελευθερία του λόγου. Το 1862 διορίστηκε νομάρχης Αττικοβοιωτίας.
Ο Πολυζωίδης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε, σε ομιλία του στο Ναύπλιο, τον όροιερή πόλη για το Μεσολόγγι, όρος που από τότε καθιερώθηκε.
Πέθανε το 1873 στην Αθήνα.
Έργα του ήταν:
  • Θεωρία γενική περί των διαφόρων διοικητικών συστημάτων και εξαιρέτως του κοινοβουλευτικού (1825)
  • Σύντομος πραγματεία περί των ειρηνοποιών και ορκωτών κριτών της Αγγλίας
  • τα Γεωγραφικά (δίτομος ελληνική γεωγραφία 1859)
  • Τα Γεωγραφικά κατά το ενεστώς και παρελθόν : Συγκριτικώς, ωσεπιτοπολύ, και εν συναφεία μετά της Ιστορίας των Εθνών / Συνταχθέντα προς χρήσιν της μαθητευομένης Ελληνικής νεολαίας και παντός φιλομαθούς υπό Α. Πολυζωϊδου. Εν Αθήναις : Εκ του Τυπογραφείου της Αυγής, 1859. (Τόμος 1 : Περιέχων τας γενικάς αρχάς της γεωγραφίας τα Ασιατικά και Αφρικανικά, Τόμος 2 : Περιέχων Τα Ευρωπαϊκά, Αμερικανικά και Αυστραλιακά).
  • τα Ελληνικά (1870, 2 τόμοι)
    • Τα Ελληνικά : ήτοι ο βίος της Ελλάδος κατά πάσας τας σχέσεις και εκδηλώσεις αυτού εξεταζόμενος / Συγγραφέντα μεν το πρώτον υπό Α. Πολυζωϊδου, επιθεωρηθέντα δε και διορθωθέντα το δεύτερον υπό Ι. Πρωτοδίκου καθηγητού. Εν Αθήναις, Παρά τω εκδότη Σ. Κ. Βλαστώ, 1881.
  • η Γενική Ιστορία (1880-1890, 3 τόμοι)
  • Γενική ιστορία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ' ημάς, Αναστασίου Πολυζωίδου, επιθεωρηθείσα και συμπληρωθείσα υπό Γεωργίου Π. Κρέμου, Εν Αθήναις, Παρά τω εκδότη Σ. Κ. Βλαστώ (1888-1890)
  • τα Νεοελληνικά (1874-1875)
    • Τα Νεοελληνικά : ήτοι τα κατά την Ελλάδα κυριώτερα συμβάντα και η κατάστασις της ελληνικής παιδείας από αλώσεως της Κορίνθου υπό των Ρωμαίων έως του εσχάτου υπέρ αυτονομίας εθνικού αγώνος 146 π.Χ.-1821μ.Χ. / υπό Α. Πολυζωίδου. Εν Αθήναις εν τω Τυπογραφείω"Ιλισσός", 1874-1875.

ΕΝΑΡΞΗ  ΤΗΣ  «ΔΙΚΗΣ»  ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ:  Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι  ερωτηθώ.
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:   Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεσαι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Εξήντα τέσσερων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα κάνεις;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και  ΠΟΛΕΜΟΥΣΑ  ΝΥΧΤΑ  ΜΕΡΑ  ΓΙΑ ΤΗΝ  ΠΑΤΡΙΔΑ. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μουΝΑ  ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου ΝΑ ΞΕΨΥΧΑΝΕ  μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;
  Τον περασμένο Ιούλη διάβηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι λέγατε;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια αναφορά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν άκουσες τίποτα;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Όχι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον είχες δει προηγουμένως;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Όχι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Ναι, είναι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί έφυγες;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ:  Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:  Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου Ν’ ΑΠΟΘΑΝΩ  
ΗΣΥΧΟΣ  ΚΙ  ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟΣ».
   ΑΥΤΑ  ΕΙΠΕ  Ο  ΓΕΡΟΣ  και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία.
   Όταν  τελείωσε  η  «δίκη»  και  Ο  ΓΕΡΟΣ  άκουσε  από  τον  πρόεδρο  του  "δικαστηρίου":  «καταδικάζεσαι  εις  θάνατον»  σταυροκοπήθηκε  με  απορία και  είπε:  «Κύριε  ελέησον. Μνήσθητι  μου,  Κύριε,  όταν  έλθης  εν  τη βασιλεία σου.  Πολλές  φορές  αντίκρισα τον  θάνατο  και  δεν  τον φοβήθηκα.  Ούτε  τώρα  
τον  φοβάμαι».-

Πηγη: autochthonesellhnes.blogspot.gr