Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Ο παππούς μου ο Ορέστης Μακρής


Πολλοί με ρωτούν πώς έβλεπα τον παππού μου που ήταν διάσημος ηθοποιός; Η αυθόρμητη απάντησή μου είναι : σαν παππού! Για μένα ήταν πρώτα ο παππούς μου και δευτερευόντως ο Ορέστης Μακρής.

Επίσης πολλοί με ρωτούν : Έπινε ο παππούς σου; Το έτσουζε; και εγώ τους απαντώ : Ηθοποιός ήταν, όχι αλκοολικός. Έπαιζε τον μεθύστακα, δεν ήταν! Ήταν όμως καλός ηθοποιός και ήθελε το κάθε τι που έπαιζε να το κάνει άρτια. Να φανταστείτε ακόμη έχω τη μικρή βαλίτσα με τη στολή του μεθύστακα που κουβαλούσε μαζί στα γυρίσματα. Εποχές ένδειας βλέπετε, οι ταινίες γυριζόντουσαν με λίγα χρήματα, πού λεφτά για ενδυματολόγους και κοστούμια!

Σαν οικογενειάρχης ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος και τρυφερός. Δεν ήταν ανήθικος, δεν είχε αδυναμίες και πάθη. Δεν έπαιζε χαρτιά, ούτε ιππόδρομο αλλά ούτε κυνηγούσε τον ποδόγυρο. Σε ένα θέμα δεν σήκωνε κουβέντα και το δήλωνε: ΄Οχι τα παιδιά μου στο θέατρο! Κι ας είχε η κόρη του εκτός από την ομορφιά κληρονομήσει και τη φωνή του. Θα γνωρίζετε μάλλον ότι ξεκίνησε τις σπουδές του από το κλασσικό τραγούδι, τελείωσε το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών και εμφανίστηκε σαν τενόρος σε οπερέτες αρχικά.
Ήταν ο άνθρωπος που με εισήγαγε στην κλασσική μουσική από πολύ μικρό, θα ήμουν 8-9 ετών. Καθόμασταν ώρες και ακούγαμε κυρίως Μπετόβεν, που τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο μουσουργό, και μου εξηγούσε τον ρόλο του κάθε οργάνου και τί ήθελε να πει, να εκφράσει ο συνθέτης. Αυτό δεν το έκανε με ένα τρόπο ξερό, ακαδημαϊκό αλλά με ζωντάνια και συναίσθημα γιατί είχε το χάρισμα της αφήγησης. Μου διάβαζε αποσπάσματα από τους Αθλίους του Β. Ουγκώ, μου μίλαγε για τον Πλάτωνα και την φιλοσοφία του κι ας ήμουν μικρός. Εγώ του ανταπέδιδα  με μαθήματα γεωγραφίας που ήταν η “ειδικότητά” μου σαν μαθητής.

Κάθε Κυριακή πηγαίναμε με τους γονείς μου στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς στο Χαλάνδρι για να φάμε μαζί τους. Τις περισσότερες φορές ήταν καλεσμένος και ένας φίλος του, παλιός ηθοποιός, ο Γιάννης Ιωαννίδης. Ό,τι λέγανε για το θέατρο και τη ζωή τους γενικότερα δεν περιγράφεται. Ηταν ένα ποτάμι λέξεων, κινήσεων και μορφασμών που αντάλλασσαν  μεταξύ τους και μας κράταγε ευχάριστα καθηλωμένους για ώρες.
Δεν θα ξεχάσω όταν με έπαιρνε μαζί του στο θέατρο, τους συναδέλφους του ηθοποιούς, πόσο ζεστά με αγκάλιαζαν, ιδιαίτερα οι γυναίκες ηθοποιοί σαν τη Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τη Ρένα Ντορ, ή την πληθωρική Σπεράντζα Βρανά, με γέμιζαν φιλιά και με έπνιγαν στο μπούστο τους – ήμουν μικρούλης και δεν υπήρχε περίπτωση παρεξήγησης. Όπως επίσης δεν θα ξεχάσω τις μούτες του Αυλωνίτη που μου έκανε από σκηνής για να με κάνει να γελάσω, εννοείται εκτός ρόλου.
Θυμάμαι όταν αναφερόταν στο θέατρο το αποκαλούσε “ το σανίδι” από τα σανίδια της σκηνής υποθέτω. Γι’ αυτό και στο παλιό θέατρο όταν έκριναν έναν ηθοποιό έλεγαν “τον θέλει το σανίδι” ή δεν τον θέλει, ανάλογα αν ήταν καλός ή κακός ηθοποιός. Νομίζω ότι με την στάση ζωής και την συμπεριφορά του κέρδιζε τον σεβασμό της οικογένειάς του και του ευρύτερου συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντος, τολμώ να πω ότι κέρδιζε τον σεβασμό και του επαγγελματικού και καλλιτεχνικού κόσμου.
Ήταν φιλόπατρις, λάτρευε την Ελλάδα, αφού να φανταστείτε, όποτε άκουγε τον Εθνικό ύμνο δάκρυζε! Δύο πολιτικούς εκτιμούσε και θαύμαζε : τον Ελευθέριο Βενιζέλο- είχε μάλιστα την προτομή του στο γραφείο του- και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή του οποίου είχε μια φωτογραφία με αφιέρωση και την είχε και αυτή στο γραφείο του. ΄Αλλους πολιτικούς δεν εκτιμούσε ούτε του πέρναγε από το μυαλό να ασχοληθεί με την πολιτική.
Τους ρόλους τους προσέγγιζε με σεβασμό και πολλή μελέτη, ακόμη και τους πιο εύκολους. Ειδικά στους κωμικούς ρόλους η άποψή του ήταν ότι όσο πιο λιτά τον ερμηνεύσεις, τόσο πιο αστείος βγαίνει ο ρόλος. Στην επιθεώρηση όπου έκανε σε ένα σπαρταριστό νούμερο την μπαλαρίνα Κουλάνοβα έλεγε : Δεν χρειάζεται να ακκίζεσαι σαν γυναίκα, το αστείο βγαίνει όταν παίξεις σαν άνδρας με γυναικεία ρούχα. Η γκάμα του ως ηθοποιού ήταν πολύ μεγαλύτερη και ήταν εξίσου καλός και στους δραματικούς ρόλους, απόδειξη η ερμηνεία του στο “Αμαξάκι” του Ντίνου Δημόπουλου και στην  “Κάλπικη Λίρα” του Γιώργου Τζαβέλλα.
Πριν κάνει κάποια κίνηση, πριν πάρει μια απόφαση, καθόταν και το σκεφτόταν λεπτομερειακά, το όποιο ζήτημα, είτε αφορούσε την οικογένειά του, τα επαγγελματικά του ή οικονομικά ζητήματα. Ήταν αξιοπρεπής αλλά και εγωιστής, γι’αυτό δεν έπαιρνε αποφάσεις εν θερμώ, ήθελε όταν έλεγε ναι, να είναι ναι και όταν όχι, όχι. Όταν αποφάσισε να αποσυρθεί από το θέατρο το 1968 και του λέγαν συνάδελφοι, φίλοι και συγγενείς ότι έχει πολλά να δώσει ακόμη τους απαντούσε :» Δεν θέλω να με διώξει το σανίδι, εγώ θα αφήσω το σανίδι!» Και έτσι έκανε. Δεν δέχτηκε να ξαναπαίξει ακόμη κι όταν με “φορτικότητα” του το ζήτησε το καθεστώς της 21ης Απριλίου.

Την Κυριακή 26/1/1975 είχε μια ηλιόλουστη μέρα. Έκατσε στον κήπο, κάτω από το αιωνόβιο πεύκο να πιεί τον καφέ του. Την Δευτέρα ήταν κρυωμένος, με πυρετό. Την Τρίτη του τηλεφώνησα να δω πώς πάει . « Αχ, παιδάκι μου, μου είπε, είμαι πολύ άρρωστος, θα πεθάνω!» Έλα τώρα που θα πεθάνεις με ένα κρύωμα, θα περάσει! Και σκεφτόμουν συναισθηματικές υπερβολές του παππού είναι. Την άλλη μέρα, 29 Ιανουαρίου 1975 το απόγευμα πέθανε.
Σημείωση : Ένα μεγάλο τμήμα των αναμνήσεων που μου παραχώρησε ο κ. Φώτης Λίνος εκφωνήθηκε στην τιμητική βραδιά που έγινε στη μνήμη του Ορέστη Μακρή από τον “Σύλλογο των Αθηναίων”.
Στην φωτογραφία παππούς και εγγονός απορροφημένοι από έναν χάρτη.

Το γράμμα που παραθέτουμε είχε στείλει ο Χορν μόλις είδε το «Αμαξάκι». Ενθουσιασμένος γράφει στον Ορέστη Μακρή: «Είσαι ένας μεγάλος ηθοποιός και ο μοναδικός στον Ελληνικό Κινηματογράφο».
Πηγη: pancreta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου