Ο Λεράτος ήτανε Βοριζανός επαναστάτης του 1821 ο οποίος δολοφόνησε τον Ντερβίς Αγά. Αιτία του μίσους και της αντιπαράθεσης υπήρξε η δολοφονία του πατέρα του.
Το παρατσούκλι «Λεράτος» πιθανότατα παράγεται από το «λέρι», το κουδούνι για αιγοπρόβατα. Επειδή το «λέρι» χρησιμοποιείται και για τα ζώα-οδηγούς, στο όνομα «Λεράτος» πρέπει να δώσομε το περιεχόμενο του μπροστάρη, του ηγέτη.
Μα τα πουλιά φωλεύγουνε εις τα κλαδιά ‘ποκάτω
αφουκραστείτε να σας πω τσι μπρόβες του Λεράτο.
Τση Μεσσαράς τσ’ ασπέχηδες ήτανε φιλεμένος,
μόνο με το Δερβίς αγά ήτανε κακιωμένος.
Σαββάτο ξεκινά ο Αγάς να πάει στα Βορίζα
την Κυριακή ξημέρωμα ανέβαινε στη Νίδα.
Καμαριανός του πάντηξε σε μιάν ελιά ‘ποκάτω,
μη πας Δερβίς αγά ‘πό τα και βλέπεις ο Λεράτος.
» Πες μου μωρέ Καμαριανέ αν είν’ αρματωμένος,
μ’ Ανωγειανούς και Σφακιανούς αν είν’ κουνουστεμένος ».
» Μα το θεό Δερβίς αγά καλά ν’ αρματωμένος
μα μόνο με Βοριζανούς είναι κουνουστεμένος.»
Μα σε ντροπής μου τόχω ‘γώ οπίσω να γιαγύρω,
αχ το χανουμάκι μου και δεν το ξανασμίγω.
Μα ετραγούδιε κι’ έβγαινε εις των Αμιρών τσι σκάλες
κοντό να τρέχουν ντούζικες σαν τσ’ εδικές μου μπάλες.
Μα το Θεό Δερβίς αγά πάνε και του Λεράτο
και να μην του θαρεύγεσαι για θα σε ρίξει κάτω.
Στο μαύρο πλάι του Σταυρού, σε ‘να χαράκι απάνω
εκειά τον είχε ο Κωσταντής και τον Φραγκιά βαρδιάνο.
Μ’ αυτός εποκοιμήθηκε γιατί ‘ταν κουρασμένος
και έμοιαζε απ’ τη στρατιά, σαν να ‘ταν ερχομένος.
Τσι πεταλιές τ’ αλόγου του ήκουσε ξαφνιασμένος,
στο μαύρο πλάι του σταυρού γλακά ξαγριγεμένος.
Μα απίς εξεφαλάγκωσε και πήρε οθέ τη Νίδα,
δεν τσι φοβούμαι βαλαή αν είναι και πενήντα.
Μα ο Κωσταντής του φώναξε για να του πει δυο λόγια
ειντάναι η αιτία σου, πρω’ι’ να πας στα Ανώγεια.
Το μουκατά επάχτωσα και πα τονέ μετρήσω,
να πα να βάλω Σούμπαχη κι οπίσω να γυρίσω.
Δεν είν’ αυτά του Μουκατά να πα τονέ μετρήσεις
και δε σ’ αφήνω από ‘πά οπίσω να γυρίσεις.
» Ήκουσα γω Δερβίς αγά πως δε σε πιάνει μπάλα,
μα να σου παίξω θέλω μια εις τη ζερβή κουτάλα ».
» Μήν αφουκράσαι, Κωσταντή, ότι σου λεν οι φίλοι,
οξώ να σου το πω και ‘γω με τα δικά μου χείλη ».
Μην αφουκράσαι Κωσταντή τα λόγια των ανθρώπω,
ποιόν άνδρα μπάλα δεν περνά σε τσα διαόλου τόπο ».
» Να σε σκοτώσω θέλω ‘γω με ‘να ζευγάρι μπάλες,
που σκότωσες τον κύρη μου κι’ ήταν σωριά κοκάλες ».
Μια μπαλωτιά του σα’ι’ντισε, στον κόκαλο του δίδει
κι αμέσως τονέ γκρέμισε απ’ το ψαρό μπεγίρι.
Γυρίζει και του παίζει μια στο τσόχινο με’ι’τάνι,
και κείνος ενταβράντισε και μπήκε στο σπιλιάρι.
Και ξαναπαίζει του άλλη μιά εις το ζερβό ριζαύτι
κι ομυαλοί του πιάσανε μιας μουζουριάς χωράφι.
Απείς τον εποσκώτωσε, ήβαλε τ’ άρματα του
και καβαλκεύγει τ’ άλογο, να ‘ξερες τη χαρά του.
Το άλογο καβαλήκευε και πήγαινε στα Ανώγεια
θωρούν τονέ οι Ανωγειανοί και πιάσανε τ’ αόργια.
Δεν είμαι ‘γ’ ο Δερβίς αγάς, μονό ‘μαι ο Λεράτος,
εγώ ‘μαι που τον σκότωσα και τον ‘ρηξα στον Ταύκο!!!.
αφουκραστείτε να σας πω τσι μπρόβες του Λεράτο.
Τση Μεσσαράς τσ’ ασπέχηδες ήτανε φιλεμένος,
μόνο με το Δερβίς αγά ήτανε κακιωμένος.
Σαββάτο ξεκινά ο Αγάς να πάει στα Βορίζα
την Κυριακή ξημέρωμα ανέβαινε στη Νίδα.
Καμαριανός του πάντηξε σε μιάν ελιά ‘ποκάτω,
μη πας Δερβίς αγά ‘πό τα και βλέπεις ο Λεράτος.
» Πες μου μωρέ Καμαριανέ αν είν’ αρματωμένος,
μ’ Ανωγειανούς και Σφακιανούς αν είν’ κουνουστεμένος ».
» Μα το θεό Δερβίς αγά καλά ν’ αρματωμένος
μα μόνο με Βοριζανούς είναι κουνουστεμένος.»
Μα σε ντροπής μου τόχω ‘γώ οπίσω να γιαγύρω,
αχ το χανουμάκι μου και δεν το ξανασμίγω.
Μα ετραγούδιε κι’ έβγαινε εις των Αμιρών τσι σκάλες
κοντό να τρέχουν ντούζικες σαν τσ’ εδικές μου μπάλες.
Μα το Θεό Δερβίς αγά πάνε και του Λεράτο
και να μην του θαρεύγεσαι για θα σε ρίξει κάτω.
Στο μαύρο πλάι του Σταυρού, σε ‘να χαράκι απάνω
εκειά τον είχε ο Κωσταντής και τον Φραγκιά βαρδιάνο.
Μ’ αυτός εποκοιμήθηκε γιατί ‘ταν κουρασμένος
και έμοιαζε απ’ τη στρατιά, σαν να ‘ταν ερχομένος.
Τσι πεταλιές τ’ αλόγου του ήκουσε ξαφνιασμένος,
στο μαύρο πλάι του σταυρού γλακά ξαγριγεμένος.
Μα απίς εξεφαλάγκωσε και πήρε οθέ τη Νίδα,
δεν τσι φοβούμαι βαλαή αν είναι και πενήντα.
Μα ο Κωσταντής του φώναξε για να του πει δυο λόγια
ειντάναι η αιτία σου, πρω’ι’ να πας στα Ανώγεια.
Το μουκατά επάχτωσα και πα τονέ μετρήσω,
να πα να βάλω Σούμπαχη κι οπίσω να γυρίσω.
Δεν είν’ αυτά του Μουκατά να πα τονέ μετρήσεις
και δε σ’ αφήνω από ‘πά οπίσω να γυρίσεις.
» Ήκουσα γω Δερβίς αγά πως δε σε πιάνει μπάλα,
μα να σου παίξω θέλω μια εις τη ζερβή κουτάλα ».
» Μήν αφουκράσαι, Κωσταντή, ότι σου λεν οι φίλοι,
οξώ να σου το πω και ‘γω με τα δικά μου χείλη ».
Μην αφουκράσαι Κωσταντή τα λόγια των ανθρώπω,
ποιόν άνδρα μπάλα δεν περνά σε τσα διαόλου τόπο ».
» Να σε σκοτώσω θέλω ‘γω με ‘να ζευγάρι μπάλες,
που σκότωσες τον κύρη μου κι’ ήταν σωριά κοκάλες ».
Μια μπαλωτιά του σα’ι’ντισε, στον κόκαλο του δίδει
κι αμέσως τονέ γκρέμισε απ’ το ψαρό μπεγίρι.
Γυρίζει και του παίζει μια στο τσόχινο με’ι’τάνι,
και κείνος ενταβράντισε και μπήκε στο σπιλιάρι.
Και ξαναπαίζει του άλλη μιά εις το ζερβό ριζαύτι
κι ομυαλοί του πιάσανε μιας μουζουριάς χωράφι.
Απείς τον εποσκώτωσε, ήβαλε τ’ άρματα του
και καβαλκεύγει τ’ άλογο, να ‘ξερες τη χαρά του.
Το άλογο καβαλήκευε και πήγαινε στα Ανώγεια
θωρούν τονέ οι Ανωγειανοί και πιάσανε τ’ αόργια.
Δεν είμαι ‘γ’ ο Δερβίς αγάς, μονό ‘μαι ο Λεράτος,
εγώ ‘μαι που τον σκότωσα και τον ‘ρηξα στον Ταύκο!!!.
»Το τραγούδι αυτό μου το απήγγειλε ο Ευστράτιος Ευκ. Σαββάκης, που το είχε αποστηθίσει από τον παππού του Ευστράτιο Εμμ. Σαββάκη. Ο Ευστράτιος Εμμ. Σαββάκης είχε γεννηθεί στα Βορίζα το έτος 1909 και πέθανε στο χωριό Γαλιά το έτος 2005. Να είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε ».Λίγα διευκρινιστικά στοιχεία για το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΕΡΑΤΟΥ. ( από το αρχείο του συνταξιούχου εκπαιδευτικού Γεω. Εμμ. Αυγουστινάκη )
Τον καιρό της τουρκοκρατίας,γύρω στο 1800,ζούσε στις Κούρτες
(χωριό στις νότιες υπώρειες του Ψηλορείτη) οΔερβίς αγάς,άγριος,
σκληρός,που είχε «καταφρονέψει»,κατά την έκφραση του παραπάνω γερο-Κρητικού,πολλές κοπέλλες της περιοχής.Κάποτε,
για λόγους αδιευκρίνιστους, σε «ζεύκι» που γινότανε στη Νίδα
(οροπέδιο στον Ψηλορείτη)χτύπησε με το σπαθί του στο λαιμό το
Φραγκιά ένα σπουδαίο παλικάρι από τα Βορίζα.Ο Φραγκιάς αιμόφυρτος, σε πολύ άσχημη κατάσταση,έφτασε στα Βορίζα,όπου ο γερο-Λεράτος, με εμπειρικές γνώσεις ιατρικής,τον θεράπευσε και επουλώθηκαν οι πληγές του.Όταν το έμαθε ο Δερβίς αγάς, μένεα πνέων, ήρθε στα Βορίζα όπου σκότωσε το γερο-Λεράτο.
Ο γυιος του Λεράτου, ο Κωνσταντής,γενναίο παλικάρι,ορκίστηκε να εκδικηθεί για τον άδικο θάνατο του πατέρα του.
Μαζί με το Φραγκιά ανέβηκε στο βουνό και πολεμούσε με κάθε τρόπο τους τούρκους.Περίμενε και την κατάλληλη ευκαιρία να πάρει την εκδίκηση. Δεν άργησε αυτό να γίνει.΄Εμαθε πως ο θρασύς και ακόλαστος Δερβίς αγάς θα πήγαινε στα Ανώγεια για να πάρει την εξαιρετικής ομορφιάς κόρη του παπά, τη Φανιά.(η συνέχεια στο ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΕΡΑΤΟΥ).
Τον καιρό της τουρκοκρατίας,γύρω στο 1800,ζούσε στις Κούρτες
(χωριό στις νότιες υπώρειες του Ψηλορείτη) οΔερβίς αγάς,άγριος,
σκληρός,που είχε «καταφρονέψει»,κατά την έκφραση του παραπάνω γερο-Κρητικού,πολλές κοπέλλες της περιοχής.Κάποτε,
για λόγους αδιευκρίνιστους, σε «ζεύκι» που γινότανε στη Νίδα
(οροπέδιο στον Ψηλορείτη)χτύπησε με το σπαθί του στο λαιμό το
Φραγκιά ένα σπουδαίο παλικάρι από τα Βορίζα.Ο Φραγκιάς αιμόφυρτος, σε πολύ άσχημη κατάσταση,έφτασε στα Βορίζα,όπου ο γερο-Λεράτος, με εμπειρικές γνώσεις ιατρικής,τον θεράπευσε και επουλώθηκαν οι πληγές του.Όταν το έμαθε ο Δερβίς αγάς, μένεα πνέων, ήρθε στα Βορίζα όπου σκότωσε το γερο-Λεράτο.
Ο γυιος του Λεράτου, ο Κωνσταντής,γενναίο παλικάρι,ορκίστηκε να εκδικηθεί για τον άδικο θάνατο του πατέρα του.
Μαζί με το Φραγκιά ανέβηκε στο βουνό και πολεμούσε με κάθε τρόπο τους τούρκους.Περίμενε και την κατάλληλη ευκαιρία να πάρει την εκδίκηση. Δεν άργησε αυτό να γίνει.΄Εμαθε πως ο θρασύς και ακόλαστος Δερβίς αγάς θα πήγαινε στα Ανώγεια για να πάρει την εξαιρετικής ομορφιάς κόρη του παπά, τη Φανιά.(η συνέχεια στο ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΕΡΑΤΟΥ).
Πηγη: cretanmagazine.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου