Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Καστίγος: Ένας ξεχασμένος κρητικός λυράρης

Ήταν ένας από τους θρύλους της κρητικής μουσικής, άγνωστος σήμερα. Πέθανε με τον καημό της λύρας.


Δεν άντεχε να ακούει τη μουσική του! Τα δάκτυλα του τον είχαν προδώσει. Ή, μάλλον, όχι ακριβώς τα δάκτυλα η αρρώστια τον είχε προδώσει. Τρεμούλιασαν τα χέρια του, οι νότες δεν ήταν πια δικές του. Αναγκάστηκε να πάρει τη μεγάλη απόφαση: «καλύτερα να με θυμούνται έτσι όπως ήμουν» είπε! Παράτησε τη λύρα. Ο λόγος για τον Γιάννη Καστιγάκη, τον περίφημο Καστίγο της κρητικής μουσικής.


Χίλιες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου φεύγοντας από το σπίτι του Καστίγου, στην Αλιτζανή, ένα μικρό χωριό δίπλα στο Αρκαλοχώρι. Ήταν φθινόπωρο του 1983 κι είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο Καστίγος ήταν πια 74 χρονών, αρκετά μεγάλος, κουρασμένος και πικραμένος· βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν το πρόσωπό του. Κι άλλες, πιο βαθιές αυτές, ράγιζαν την ψυχή του. Μέτρησε τις μέρες. Είχε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια να πιάσει λύρα στα χέρια του.
Συλλογιζόμουν ποιο είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να πάθει ένας αληθινός καλλιτέχνης. Αν είναι ζωγράφος, να χάσει το φως του. Αν είναι μουσικός, την ακοή του. Αν είναι τραγουδιστής, τη φωνή του. Εκτός κι αν τον έχει προικίσει η μοίρα με τα χαρίσματα ενός Μπετόβεν που, και κουφός ακόμη, πάλευε με τις νότες κι έγραφε αριστουργήματα. 

Ο Καστίγος, όμως, δεν ήταν Μπετόβεν. Ούτε κουφός. Ούτε, βέβαια, ήξερε να παλεύει με τα πεντάγραμμα και τις νότες. Εμπειρικός μουσικός ήταν. Από μικρός στο κουρμπέτι, είχε μεγαλώσει με τη λύρα στην αγκαλιά του. Κι η λύρα τον αντάμειψε. Του χάρισε φήμη και δόξα. Για λεφτά, ούτε λόγος. Φτωχή ήταν η Κρήτη εκείνον τον καιρό, ο κόσμος δεν μπορούσε να προσφέρει υλικά αγαθά. Ίσως γι' αυτό να πλήρωνε δίνοντας κομμάτια της ψυχής του. Ο λυράρης δεν ήταν ο σκληρός επαγγελματίας, αλλά ο φίλος, ο άνθρωπος της παρέας, ο συμμέτοχος στη χαρά και στη λύπη. Έφευγε από το γλέντι, άφηνε τη λύρα στο σπίτι κι έτρεχε στο ελαιοτριβείο, εκεί δούλευε. Αλετρουβάρης, όπως λέμε στην Κρήτη. Ξεκούραζε τη λύρα, κούραζε το κορμί του.

Αναγκάστηκε να παρατήσει τη λύρα στα γόνιμα χρόνια της καλλιτεχνικής ωριμότητας. Γύρω στα πενήντα κατάλαβε ότι τον είχε χτυπήσει η νόσος του Πάρκινσον. Στην αρχή πίστευε πως θα μπορούσε να τα καταφέρει. Δέκα χρόνια μετά η νόσος είχε προχωρήσει πολύ. Τα δάκτυλα δεν ήταν πια σταθερά, γρατζουνούσαν τις διπλανές χορδές, η μουσική που έφτανε στ' αυτιά του έμοιαζε ξένη!
«Η λύρα δεν θέλει ατζαμήδες. Άμα δεν πηγαίνουν ντρέτα τα δαχτύλια, την σταματάς. Μπορεί να παραπονάσαι του Θεού, μα δε μπορείς να κάμεις άλλο πράμα. Πρέπει να τη σταματήσεις».

Είναι, ένα από τα πιο πικρά ποτήρια που μπορεί να πιει ένας παθιασμένος καλλιτέχνης: να μην αναγνωρίζει ο ίδιος τη δουλειά του. Είναι σα να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του!

Θησαυροί που χάθηκαν
Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει να μαζεύω υλικό για τους μεγάλους μουσικούς της Κρήτης. Τον Φουσταλιέρη, τον Λαγό, τον Ηρακλή από την Επισκοπή, τον Μπαξεβάνη, τη Λαυρεντία... Τις συνεντεύξεις τις δημοσίευα στο περιοδικό που εξέδιδα τότε, τις "Κρητικές Εικόνες".
Το κείμενο για τον Καστίγο με είχε βασανίσει. Έπρεπε να είναι ήπιο. Και διακριτικό. Χωρίς, όμως, να «κρύβει» πληροφορίες. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Πάντως, μετά την κυκλοφορία του περιοδικού, ο Καστίγος μου είχε τηλεφωνήσει συγκινημένος. Ήταν η πρώτη φορά που γραφόταν ένα μικρό αφιέρωμα για τον ίδιο και τη δουλειά του!
Είναι φορές που το ρεπορτάζ μοιάζει με ακροβασία πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Λίγο να χάσεις την ισορροπία, θα πέσεις. Ήξερα πως αν έδινα βάρος στο θυμικό, το κείμενό μου θα πρόσθετε κι άλλο βάρος στην ψυχή του παλιού λυράρη. Θα του υπενθύμιζε το διαζύγιο με τη λύρα. Ή, μάλλον, το διαζύγιο με τη ζωή. Προτίμησα να παραβλέψω ουσιαστικά τα δυσάρεστα γεγονότα που είχαν σημαδέψει τη ζωή του (μια μικρή αναφορά ήταν αρκετή) και να σταθώ στο ευτυχισμένο παρελθόν, δηλαδή στην εποχή της ακμής του. Ούτως ή άλλως, ο άνθρωπος αυτός ζούσε με τις αναμνήσεις του: το γλέντι στον Αχεντριά, το ξεφάντωμα στο Μεραμπέλλο, τα απανωτά ξενύχτια στην Κασταμονίτσα, στο Καστέλλι, στην Έμπαρο...
Μια μόνο φορά τον είχα δει να χαμογελά. Όταν διηγούνταν πως τον είχαν... απαγάγει από το ένα χωριό για να πάει να παίξει σε άλλο! 
Τη μουσική του στάθηκε αδύνατον να την ακούσω τότε. Ο λυράρης της Αλιτζανής έζησε μια σεμνή ζωή, μακριά από βεντετισμούς. Μακριά κι από τη δημοσιότητα. Δεν έγραψε ούτε ένα μικρό δισκάκι των 45 στροφών, απ' αυτά που έπαιζαν μέρα - νύχτα στα πικάπ των καφενείων. Μια και μοναδική φορά είχε ακουστεί η μουσική του από το κρατικό ραδιόφωνο. Το είχαν καλέσει στην Αθήνα για να παίξει. Το 1965.

Λίγο καιρό μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης ένας αναγνώστης του περιοδικού μου είχε φέρει στο γραφείο μια κακογραμμένη κασέτα, αντιγραμμένη από παλιά μπομπίνα μαγνητοφώνου. Μόλις που ακουγόταν. Μπόρεσα, όμως, να διακρίνω τη φλόγα της μουσικής. Ανάλαφρο παίξιμο με ηχόχρωμα γήινο, απαλό. Ας πούμε, «πεδιαδίτικο». Ακόμη και ένας μη ειδικός, όπως η ταπεινότητά μου, μπορεί να καταλάβει την πνοή του αληθινού δημιουργού.
Ο Καστίγος δεν ευτύχησε να ακουστεί σε όλη την Κρήτη, όπως συνέβη με όλους τους σπουδαίους μουσικούς της Πεδιάδας και του Μονοφατσίου, ή και, γενικότερα, με τους μουσικούς που έδρασαν στην ύπαιθρο της Κρήτης και που πέρασαν τις ζωές τους αφοσιωμένοι στην τέχνη. Δεν ήταν για τους εκλεκτικούς η τέχνη τους. Ούτε για τους μυημένους. Γιατί μυημένοι ήταν όλοι, μεγαλωμένοι με την κοντυλιά, με τον Μαλεβιζιώτη, με τη σούστα και τον πεντοζάλη. Τον καλό λυράρη δεν χρειαζόταν να τον διαφημίσει η τηλεόραση (που δεν υπήρχε, βέβαια)... Τον καταξίωναν οι κοινωνίες που ήξεραν να διακρίνουν την ήρα από το στάρι. Αν ήσουν δεύτερος εκείνα τα χρόνια, δεν μπορούσες να επιβιώσεις! Οι γλεντιστάδες διάλεγαν τους καλύτερους.
Τον Καστίγο δεν τον άφησαν σε χλωρό κλαρί εκείνα τα χρόνια. Τον γύριζαν από χωριό σε χωριό, σε γλέντια που δεν κρατούσαν ένα βράδυ, αλλά μέρες πολλές, ακόμη και βδομάδες!

Ηρακλής, Καστίγος, Μαθιανάκης, Καψιλίδης... Κι άλλοι, παλιότεροι. Και μουσικές. Λύρες, βιολιά, μαντολίνα, σκοποί που πατούσαν το ένα ποδάρι στη συλλογική μουσική μνήμη και το άλλο στη φλόγα της δημιουργίας. Αναρωτιέται κανείς τι απέγιναν τόσοι θησαυροί. Αν σώθηκε κάτι από την εμπειρία αυτών των ανθρώπων. Δεν μπορώ να το απαντήσω με σιγουριά!

Τα άδυτα της ψυχής ενός αληθινού δημιουργού
Εκείνο το βράδυ του 1983 θα ήθελα να μην ήμουν... εγώ. Δηλαδή να μην πήγαινε ένας νεαρός δημοσιογράφος να συναντήσει τον Καστίγο. Να έσμιγαν οι εποχές, να αναποδογύριζε ο χρόνος και να έφτανε στην Αλιτζανή κάποιος αρχαίος τραγωδός. Εκείνος θα μπορούσε να εισχωρήσει καλύτερα στα άδυτα της ψυχής ενός ανθρώπου που λάτρεψε τη μουσική κι έζησε το οδυνηρό διαζύγιο με την τέχνη του. Εγώ, πάντως, δεν μπορούσα. Όχι μόνο επειδή αδυνατούσα να εισχωρήσω στα άδυτα, αλλά και επειδή δεν ήθελα να του θυμίζω τον καημό του. Γιατί ο καλός λυράρης της Αλιτζανής κουβαλούσε κι άλλο δράμα στην ψυχή του: δυο χρόνια από τότε που άφησε τη λύρα, είχε έρθει ένα καινούργιο χτύπημα της μοίρας, πιο δυνατό από το πρώτο. Είχε σκοτωθεί ο γιός του σ' ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα.
  
Το κείμενο του 1983
Από το δημοσίευμα της εποχής εκείνης επιλέγω μερικά αποσπάσματα. Σαν υποχρέωση το νιώθω. Απέναντι σ’ εκείνους που έφυγαν αφήνοντας το στίγμα τους στον πολιτισμό του τόπου.

«Ο Καστίγος ζει τώρα μόνο με τις αναμνήσεις σε ένα μικρό φτωχικό σπιτάκι στο χωριό του που απέχει μόλις χίλια μέτρα από το Αρκαλοχώρι. Το χωριό του είναι η Αλιτζανή (που κάποιοι ανιστόρητοι το μετονόμασαν σε... Αρχοντικό, γιατί τους θύμιζε φαίνεται το οθωμανικό... Αλής).
  • Πού είναι τώρα η λύρα;
  • Έχει ξεκολλήσει το καπάκι της, έχει χαλάσει. Τώρα τη συνορίζονται οι κληρονόμοι. Αλλά τι να την κάνουν αφού κανείς δεν ξέρει να παίζει; Ας τη φέρουν στον τάφο να μου τη βάλουν στο στήθος όταν πεθά­νω...​
  •  
  • Υπάρχει πουθενά ηχογραφημέ­νη μουσική σας;
  • Όχι. Μόνο μια φορά με καλέσανε στο Ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών, περίπου στα 1965. Πήγα με τον πασαδόρο μου, παίξαμε, το ραδιό­φωνο μετάδωσε την ηχογράφηση, α­κούστηκε στα χωριά μας και συζη­τήθηκε. Τότε σκέφτηκα να βγάλω και δίσκο, αλλά δεν είχα καθόλου λεφτά. Είχα μόνο τα εισιτήρια της επιστροφής. Πασαδόρος ήταν ο Αντώνης ο Φασουλέτος.
  •  Ποιους κρητικούς μουσικούς θυμάστε;
  • Εκείνα τα χρόνια κυριαρχήσαμε εμείς. Δηλαδή ο Ηρακλής από την Επισκοπή, ο Καψιλίδης από τους Σκιλούς, εγώ και ο Μαθιανάκης από τ' Αλάγνι. Εμείς πηγαίναμε παντού στα γλέντια.
  • Πού, δηλαδή;
  • Σ' όλο το Νομό Ηρακλείου και στο Λασίθι, στη Νεάπολη, στο Μεραμπέλλο, παντού. Εμείς όμως δεν ήμασταν καθαρά επαγγελματίες. Ερ­χόμουν από το γλέντι, έβγαζα το παντελόνι του γλεντιού και πήγαινα στο ελαιοτριβείο, όπου δούλεψα 33 χρόνια. Τα γλέντια όμως τότε κρα­τούσαν πολύ. Μέχρι και δέκα μερόνυχτα. Έκανα και δεκαπέντε μέρες να γυρίσω σπίτι μου. Ξεκινούσα, ας πούμε, και πήγαινα με τα πόδια στην Έμπαρο. Έπαιζα δυο-τρεις μέρες, εν τω μεταξύ ερχόταν στο σπίτι μου άλλοι και με ζητούσαν για κάποιο άλλο γάμο. Τους έλεγε η γυναίκα μου πως ήμουν στην Έμπαρο. Έρχονταν εκεί, με παίρνανε, πηγαίναμε με τα πόδια στον Αχεντριά, και από κει κάπου αλλού. Και τα λεφτά δεν πέφτανε, δεν είχε μπαξίσι όπως τώρα... Βγάζαμε 400 δραχμές τη βραδιά και τα μοιραζόμασταν με τον πασαδόρο.

Ξυπόλυτος λυράρης... σε γάμο!
Ο μπάρμπα Γιάννης πρωτόπαιξε μό­λις έβγαλε το σχολείο. 12 χρονώ. Πήγε τότε σε ένα γάμο στο Θραψανό...
- Ναι, λέει, αλλά δε φτάνανε τα πόδια μου να πατώ κάτω και να κρατώ το ρυθμό. Πατούσα, λοιπόν, ξυπόλυτος στην περόνη της καρέ­κλας. Φαίνεται όμως πως τα κατάφερνα καλά γιατί γροικούσα και λέ­γανε: «Ω το μπάσταρδο λύρα τηνε παίζει».
Αυτός θα είναι και ο επίλογος σε τούτο το κείμενο. Η φράση ενός άγνωστου Κρητικού. Ειπώθηκε πριν από 92 χρόνια, το 1922.
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Πηγη: ekriti.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου